- ἕπεσθε
- ἕπομαιpres imperat mp 2nd plἕπομαιpres ind mp 2nd plἕπομαιimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἕπεσθ' — ἕπεσθε , ἕπομαι pres imperat mp 2nd pl ἕπεσθε , ἕπομαι pres ind mp 2nd pl ἕπεσθαι , ἕπομαι pres inf mp ἕπεσθε , ἕπομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπεσθ' — ἔπεστι , ἔπειμι 1 sum pres ind act 3rd sg ἔπεστε , ἔπειμι 1 sum pres ind act 2nd pl ἔπεσται , ἔπειμι 1 sum fut ind mid 3rd sg ἔπεσθε , ἐφίημι send to aor imperat mid 2nd pl ἔπεσθε , ἐφίημι send to aor ind mid 2nd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακύνω — (Α μαλακύνω) [μαλακός] 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι αρχ. 1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ) 2. παθ. μαλακύνομαι γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ… … Dictionary of Greek